βρεφοκομώ

βρεφοκομώ
(ε) αμετ. ухаживать за младенцами; выращивать грудных детей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βρεφοκομώ" в других словарях:

  • βρεφοκομώ — ( έω) (Μ βρεφοκομῶ) περιποιούμαι, ανατρέφω βρέφη …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκομώ — ησα, ανατρέφω, περιποιούμαι βρέφη: Βρεφοκομήθηκε από μια θεία του επειδή πέθανε η μητέρα του στον τοκετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεφοκομῶ — βρεφοκομέω nurse children pres subj act 1st sg (attic epic doric) βρεφοκομέω nurse children pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφοτροφώ — βρεφοτροφῶ ( έω) (Μ) [βρεφοτρόφος] βρεφοκομώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»